ἄρσιχος
Look at other dictionaries:
άρριχος — ἄρριχος, η (Α) κοφίνι από λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι προήλθε πιθ.… … Dictionary of Greek